Για το τίποτα μπορεί κανείς μιλήσει (ή να ρωτήσει) μόνο από την πλευρά της γλώσσας. Κατά τον ίδιο τρόπο, μιλάμε ή ρωτάμε για το κενό από την πλευρά του χώρου. Μόνο στον βαθμό που βρισκόμαστε μέσα στον χώρο (τον γνωστό μας χώρο) μπορούμε να ρωτήσουμε ή να συζητήσουμε για το κενό.
Το αντίστροφο --και στις δύο περιπτώσεις-- δεν είναι απλώς αδύνατο· είναι αδιανόητο. Και αδιανόητο είναι αυτό που δεν μπορεί να γίνει «διάνοια», σκέψη. Με άλλα λόγια, αυτό που είναι αδιανόητο δεν βρίσκεται εντεύθεν της σκέψης και της γλώσσας. Είναι εκείθεν της γλώσσας, άρα και της σκέψης.
Το "τίποτα" είναι μια λέξη. Ναι, μια λέξη· τίποτα άλλο. Μοιάζει με κορυφή που φαίνεται μέσα στην ομίχλη, η οποία κρύβει τον υπόλοιπο ορεινό όγκο. Είναι το σήμα που μας ειδοποιεί για το αδιανόητο και το ανείπωτο. Είναι το όριο της γλώσσας και της σκέψης.
Η λέξη αυτή δεν εκφράζει κατάσταση, ούτε ιδιότητα. Είναι μια λέξη που δεν εκφράζει τίποτα. Το "τίποτα" είναι μια λέξη δίχως νόημα. Και είναι δίχως νόημα, επειδή μας είναι αδιανόητο να προσεγγίσουμε ή να βιώσουμε τη σημασία της.
Το "τίποτα" δεν αποτελεί πλαίσιο αναφοράς (context) κανενός όρου. Το "τίποτα" είναι η έσχατη λέξη της γλώσσας· βρίσκεται στις εσχατιές της γλώσσας.
Η άρνηση (το αρνητικό μόριο) "δεν" βρίσκεται εντεύθεν της γλώσσας· αρνείται –αίρει– μιαν οντότητα (είτε πρόκειται γα πρόταση ή για όρο). Το "τίποτα" όμως κείται πέρα από την άρνηση: είναι η άρνηση --η άρση-- της γλώσσας.
Προσέξτε αυτό το κείμενο: θα διαπιστώσετε ότι είναι γεμάτο αρνήσεις. Οι αποφατικές προτάσεις που διατυπώνονται μέσα σ’ αυτό είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να μιλήσουμε εντεύθεν της γλώσσας για το τίποτα.
Από την πλευρά της, λοιπόν, η γλώσσα προσεγγίζει το "τίποτα" διατυπώνοντας την άρνησή --και πιθανόν την αποστροφή της-- γι’ αυτό. Ουσιαστικά, δεν μιλάει για το "τίποτα". Αλλά για τον εαυτό της.
Όταν μιλάμε για το "τίποτα", η γλώσσα υποχρεώνεται να μιλήσει για τον εαυτό της.
Καμιά φορά όμως το "τίποτα" δεν μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του παρά μόνο μέσω της γλώσσας.