Το παραμύθι και το τριαντάφυλλο
Χρόνια τώρα με είχε μάθει ένας παλιός ραβίνος, ο Νάχμαν, πώς να καταλαβαίνω ότι ήρθε η ώρα ν’ ανοίγω το στόμα να μιλώ, να πιάνω πένα να γράφω. Ήταν απλός, γελαστός, άγιος· αρμήνευε τους μαθητές του πώς να γίνονται κι αυτοί απλοί, γελαστοί και ν’ αγιάζουν· μα μια μέρα έπεσαν στα πόδια του.
― Αγαπημένε Ραβή, του παραπονέθηκαν, γιατί δε μιλάς κι εσύ όπως ο ραβίνος Ζαδίκ, ν’ αραδιάζεις μεγάλες ιδέες, να οικοδομάς μεγάλες θεωρίες, να σε ακούν συνεπαρμένοι, με ανοιχτό στόμα, οι άνθρωποι; Μόνο μιλάς με λόγια απλοϊκά, σαν τις γριές γιαγιάδες, και λες παραμύθια;
Ο αγαθός ραβίνος χαμογέλασε· έκαμε κάμποση ώρα ν’ αποκριθεί· τέλος άνοιξε το στόμα:
― Μια μέρα, είπε, οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρά-τριανταφυλλιά, δε μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πώς φτιάχνεις το τριαντάφυλλο;» Κι η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό είναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες· ολάκερο το χειμώνα δουλεύω με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι ανέμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό είναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες.»
― Δάσκαλε, έκαμαν οι μαθητές, δεν καταλάβαμε.
Ο ραβίνος γέλασε:
― Κι εγώ καλά καλά δεν καταλαβαίνω, είπε.
― Το λοιπόν, δάσκαλε;
― Μου φαίνεται πως ήθελα να πω απάνω κάτω τούτο: Όταν έχω μιαν ιδέα, τη δουλεύω καιρό πολύ, αμίλητα, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη• κι όταν ανοίγω το στόμα, η ιδέα βγαίνει παραμύθι.
Γέλασε πάλι.
― Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι, είπε· η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο.
Νίκος Καζαντζάκης, "Αναφορά στον Γκρέκο", εκδόσεις Καζανταζάκη.